Παναγία η Λυκουρισσιώτισσα

Παναγία η Λυκουρισσιώτισσα

image.png

Η ιστορία της Παναγίας της Λυκουρσσιώτισσας φαίνεται να χάνεται στα βάθη του χρόνου. Και πιο συγκεκριμένα να έχει την αρχή της στα χρόνια της εικονομαχίας. Οπότε κάποιες θαυματουργές εικόνες-όπως και της Παναγίας της Προυσιώτισσας- προκειμένου να αποφύγουν την καταστροφή, αναζητούσαν καταφύγιο σε απόκρημνα ή απόμερα μέρη.

Η ανακάλυψή της εικόνας, σύμφωνα με την παράδοση, έγινε από κάποιον κυνηγό, που τη νύχτα καιροφυλακτούσε για θηράματα και είδε, στο απέναντι βουνό, φως. Την επομένη πήγε στον τόπο, όπου βρήκε μια σπηλιά, στην οποία μια λύκαινα της παραλλαγής του ρίσσου είχε τα μωρά της. Και όπου βρέθηκε η εικόνα μ’ ένα καντήλι αναμμένο.

Εκεί ή κάπου εκεί, σε κατάλληλο χώρο, χτίστηκε το Μοναστήρι, που γνώρισε, όπως φαίνεται μεγάλη ακμή στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Και αυτό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι είχε τεράστια κτηματική περιουσία. Την οποία, μάλλον στα χρόνια της βαυαροκρατίας  ιδιοποιήθηκαν τα δυό χωριά, που βρίσκονται ανατολικά (Σκουτερά) και δυτικά (Σκουτεσιάδα) του Μοναστηριού. Καθώς επίσης δύο χιλιόμετρα βορειότερα, όπου σώζονται ερείπια, φαίνεται να είχαν οι μοναχοί  στάνες αιγοπροβάτων και στάβλους βοοειδών. Που σημαίνει ότι οι μοναχοί επιδίδονταν στην κτηνοτροφία και στην καλλιέργεια της γης.

Το ότι το μοναστήρι υπέστη διωγμό προκύπτει εκ του γεγονότος ότι οι μοναχοί αναγκάστηκαν να θάψουν στη γή τα άγια λείψανα του μοναστηριού. Τα οποία βρήκε στις μέρες μας ο κ. Χαράλαμπος Γιαννοκώστας, ύστερα από υπόδειξη της ίδιας ης Παναγίας:  «Όπως, του είπε, θα πηγαίνεις με τ’ αυτοκίνητό σου θ’ ακούσεις έναν χτύπο στον πίσω τροχό. Εκεί υπάρχουν άγια λείψανα. Να τα βγάλεις και να τα φέρεις στο σπίτι μου!». Έτσι κι έγινε.  Ο κ. Γιαννοκώστας βρήκε τ΄ άγια λείψανα, τα οποία και εναποτέθηκαν στο μοναστήρι.

Το μοναστήρι αυτό στα χρόνια της τουρκοκρατίας φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο. Αναφέρεται μάλιστα και το εξής χαρακτηριστικό περιστατικό: Ο γενάρχης του χωριού Σκουτεσιάδα, προερχόμενος μάλλον απ’ τα Επτάνησα είχε σκοτώσει κάποιον τούρκο. Και κατέφυγε στην περιοχή του μοναστηριού, επειδή ακριβώς βρισκόταν απόμερα.

Εκεί παντρεύτηκε. Αλλά ομολόγησε το έγκλημά του στον γυναικάδελφό του. Ο οποίος, τον κατέδωσε στις τουρκικές αρχές, που ύστερα από καταδίωξη τον συνέλαβαν. Ο δρόμος, μετά τη σύλληψη,  τους έφερε να περάσουν απ’ το Μοναστήρι. Οι τούρκοι έδεσαν την κρατούμενο από μια μουριά και μπροστά στη μουριά οι μοναχοί έστρωσαν το σοφρά με τα φαγώσιμα.

Κάποιος μταξύ των τούρκων πονόψυχος είπε: Μήπως θα ’πρεπε να δώσουμε και στον κρατούμενο κάτι να φάει. Όμως ο καπετάνιος του αποσπάσματος, βλοσυρός αντέτεινε: «Άσε να τελειώσουμε και θα του δώσω εγώ να φάει»! Ο κρατουμενος, που γνώριζε τούρκικα, κατάλαβε ότι θα τον εκτελούσαν. Και, όπως ήταν επόμενο, η προσευχή του διάπυρη απευθύνθηκε προς την Παναγία. Και, καθώς προσευχόταν, ένιωσε τα χέρια του να ελευθερώνονται.

Προς τα πίσω να φύγει, δεν μπορούσε, γιατί υπήρχαν εμπόδια. Η μόνη διέξοδός του ήταν να φύγει προς τα εμπρός, ελπίζοντας να υπερπηδήσει τι σοφρά. Όμως δεν τα κατάφερε με αποτέλεσμα να πατήσει στην άκρη του σουφρά και να τον ανατρέψει. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν. Και, μέχρι να πάρουν τα όπλα τους, ο κρατούμενος είχε χαθεί μέσα στο πυκνό δάσος, βρίσκοντας το δρόμο της ελευθερίας.

Όχι μόνο στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αλλά και στα νεότερα χρόνια το μοναστήρι ήταν το πνευματικό κέντρο για τα χωριά, που βρίσκονται στα βορειοανατολικά της πόλης του Αγρινίου. Κατά την ημέρα της πανήγυρης(31 Αυτγούστου, Κατάθεσις της Τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου) δεν γινόταν στο χώρο του μοναστηριού εμποροπανήγυρη ή ζωοπανήγυρη. Γινόταν, όπως λένε χαρακτηριστικά οι συντοπίτες, νυφοπάζαρο. Δεδομένου ότι πήγαιναν εκεί οι νέοι και οι νέες της περιοχής, προκειμένου να βρουν το έτερο ήμισύ τους.

Και βέβαια η θαυματουργική παροουσία της Παναγίας ποτέ δεν έπαυσε να είναι συμπαραστάτης όλων εκείνων, που ζητούν τη βοήθειά της. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ηγουμένης του Μοναστηριού, αδελφής Θεοδώρας, είναι συχνά τα περιστατικά κατά τα οποία ένα άρωμα μυστηριώδες γίνεται αισθητό σε όσους διαθέτουν τα θαυματουργό αισθητήριο της πίστης. Ιδιαίτερα, σύμφωνα με την αδελφή θεοδώρα, ανταπόκριση βρίσκουν τα ζευγάρια, που επιθυμούν να τεκνογονήσουν. Που κάποτε από άτεκνοι γίνονται πολύτεκνοι.

Θα κλείσω την σχετική με το Μοναστήρι της παναγίας της Λυκουρισιώτισσας αφήγησή μου με το θαύμα, που έζησε ένας βλάφημος: «Είχε τάξει τη μέρα του πανηγυριού να πάει στη χάρη της. Αλλά επειδή έκανε, μεταξύ των συγχωριανών  τον κουρέα πρωί-πρωί θυμήθηκαν  όλοι τους να ξυριστούν και να κουρευτούν. Κι ενώ αυτοί μπαρμπερίζονταν κι έφευγαν για το Μοναστήρι, αυτός καθυστερούσε.

Όταν επιτέλους τελείωσε το έργο του, βρήκε την ευκαρία να ετοιμαστεί και ο ίδιος.  Αλλά, όπως ήταν επόμενο, δεν πρόλαβε τη θεία λειτουργία. Οπότε θα πραγματοποιουσε τουλάχιστο την επιθυμία του να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας.

«Όταν έφτασα στην είσοδο του ναού-διηγείται-ένιωσα σαν να φορούσα ένα τομάρι, που σχίστηκε στα δύο απ’ το κεφάλι μέχρι τα πόδια και απελευθερώθηκα από αυτό το ασφυκτικό κέλυφος»! Που σημαίνει ότι ο άνθρωπός μας θεραπεύτηκε από το πάθος της βλασφημίας.

Θερμή παράκληση των προσκυνητών της Ι. Μ. της θαυματουργής και φιλόξενης Παναγίας της Λυκουρισιώτισας: Να μη μένει κάποιες Κυριακές  ή μεγάλες γιορτές  το Μοναστήρι αλειτούργητο. Γιατί τα κενά λειτουργιών απορρυθμίζουν την πρόθεση των προσκυνητών να εκκλησιάζονται στη χάρη της!

Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν Κυριακές και τις μεγάλες γίορτές συνωστίζονται στους ενοριακούς ναούς του Άστεως δύο και τρείς ιερείς.

http://papailiasyfantis.worpress.com

Σχολιάστε